Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Απόφαση-σταθμός Πρωτοδικείου Ξάνθης για την πρώτη διαθεσιμότητα - Αντισυνταγματική η θέση σε διαθεσιμότητα με κριτήριο τον τρόπο πρόληψης!

Θέση σε διαθεσιμότητα υπαλλήλου Δήμου ΔΕ με σύμβαση εργασίας ΙΔΑΧ. Με αμετάκλητη δικαστική απόφαση είχε αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα συνδεόταν με τον Δήμο με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Με απόφαση του ΑΣΕΠ είχε υπαχθεί στο πδ 164/2004. Θωρήθηκε ότι η ενάγουσα εμπίπτει στις διατάξεις ν. 4093/2012 για την διαθεσιμότητα υπαλλήλων ΔΕ ΙΔΑΧ οι οποίοι δεν είχαν προσληφθεί με διαγωνισμό ή διαδικασία επιλογής από Ανεξάρτητη Αρχή και η πρόσληψή της δεν έγινε με την διαδικασία του ΑΣΕΠ. Τα κριτήρια αυτά είναι αντίθετα με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας, της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης και του κράτους δικαίου και καταλήγουν ώστε αποκλειστικό κριτήριο αξιολόγησης και περαιτέρω μειονεξίας ενός εργαζομένου έναντι άλλου με την ίδια σύμβαση να είναι η διαδικασία νόμιμης πρόσληψής του κατ` εφαρμογή δικαστικής απόφασης ήτοι η συμμόρφωση της διοίκησης σε δικαστική απόφαση.
(ΜΠρωτΞάνθης 9/2014)


Ακολουθεί ολόκληρη η απόφαση:

9/2014 ΜΠΡ ΞΑΝΘ (ΕΡΓ) ( 622971)

Διαδικασία εργατικών διαφορών. Θέση σε διαθεσιμότητα υπαλλήλου Δήμου ΔΕ με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Απόλυση υπό προθεσμία. Η ενάγουσα είχε προσληφθεί στον Δήμο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου που ανανεώνονταν διαδοχικά. Με αμετάκλητη δικαστική απόφαση είχε αναγνωριστεί ότι συνδεόταν με τον Δήμο με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Ο Δήμος είχε υποχρεωθεί να αποδέχεται τις εργασίες της. Με απόφαση του ΑΣΕΠ είχε υπαχθεί στο πδ 164/2004. Κατά την διοίκηση θεωρήθηκε ότι η ενάγουσα εμπίπτει στις διατάξεις ν. 4093/2012 για την διαθεσιμότητα υπαλλήλων ΔΕ ΙΔΑΧ οι οποίοι δεν είχαν προσληφθεί με διαγωνισμό ή διαδικασία επιλογής από Ανεξάρτητη Αρχή και η πρόσληψή της δεν έγινε με την διαδικασία του ΑΣΕΠ. Κρίθηκε ότι τα κριτήρια αυτά είναι αντίθετα με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας, της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης και του κράτους δικαίου και καταλήγουν ώστε αποκλειστικό κριτήριο αξιολόγησης και περαιτέρω μειονεξίας ενός εργαζομένου έναντι άλλου με την ίδια σύμβαση να είναι η διαδικασία νόμιμης πρόσληψή του κατ` εφαρμογή δικαστικής απόφασης ήτοι η συμμόρφωση της διοίκησης σε δικαστική απόφαση. Είναι αντίθετο στην λογική να αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την θέση σε διαθεσιμότητα η διαδικασία πρόσληψής του εργαζόμενου και όχι η απόδοσή του και η αναγκαιότητα των θέσεων εργασίας που καταλύονται. 

Είχε εκδοθεί και απόφαση ασφαλιστικών μέτρων που υποχρέωνε τον Δήμο να δέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας. Η θέση σε διαθεσιμότητα της ενάγουσας συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή. Επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση. Επιβάλλει χρηματική ποινή για κάθε ημέρα άρνησης του εναγομένου. Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή. H απόφαση αυτή εισήχθη στη ΝΟΜΟΣ με επιμέλεια της συνδομήτριάς μας κας Κυριακής Παυλίδου δικηγόρου Ροδόπης.


Αριθμός Απόφασης 9/2014

(Αριθμός κατάθεσης αγωγής 43/08.03.2013) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΞΑΝΘΗΣ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή, Βασίλειο Καραναστάση, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από την Προϊσταμένη του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα,
Κωνσταντινιά Παπαστεφάνου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης 43/08.03.2013 αγωγή με αντικείμενο εργατική διαφορά μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1) ........ , κατοίκου Κιμμερίων Ξάνθης, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίου της δικηγόρου, Κυριακής Παυλίδου, η οποία κατέθεσε προτάσεις 2) ...... 3) ....... 4) ......... 5) .......... 6) ...... 7) ........ 8) ...... 9) .....
10) .......... και 11) ...., κατοίκων Ξάνθης, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : ΟΤΑ με την επωνυμία «Δήμος Ξάνθης», που εδρεύει στην Ξάνθη και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του

δικηγόρου, Ιωάννη Λάμπρου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η με αριθμό κατάθεσης 43/08.03.2013 αγωγή των εναγόντων προσδιορίσθηκε αρχικά κατά τη δικάσιμο της 02.10.2013 και μετά αναβολή για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 §1 και 297 του ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής, χωρίς τη συναίνεση του εναγομένου, πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, η παραίτηση αυτή δε έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε, και μπορεί να γίνει είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου.

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι 2η, 3η, 4η, 5η, 6η, 7ος, 8ος, 9ος, 10ος και 11ος των εναγόντων, πριν το Δικαστήριο εισέλθει στην ουσία της υποθέσεως, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως, με δήλωση της πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αγωγής τους ως προς το εναγόμενο. Συνεπώς η αγωγή ως προς αυτούς θεωρείται ως μηδέποτε ασκηθείσα και η σχετική δίκη καταργημένη.

Η διαθεσιμότητα των εργαζομένων από τον εργοδότη τους κατά τις διατάξεις του εργατικού δικαίου αποτελεί έναν αυτοτελή θεσμό προσωρινής αναστολής της σύμβασης εργασίας, την οποία μπορεί να επιβάλλει μονομερώς ο εργοδότης και ρυθμίζεται στο άρθρο 10 παρ. 1-3 του ν. 3198/1955, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 206/1974 (ΦΕΚ 362 Α1) και αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 4 του Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ Α 11/05/2010), σύμφωνα με το οποίο οι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις μπορούν, σε περίπτωση περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας τους, να θέτουν σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες ετησίως με καταβολή του μισού του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών τους των δύο τελευταίων μηνών υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Στο νομοθέτη δεν αποκλείεται να θεσπίσει το θεσμό της διαθεσιμότητας στους εργαζόμενους στο δημόσιο προς το σκοπό της αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών του, ώστε κάποιοι υπάλληλοι να μετακινηθούν σε άλλες υπηρεσίες και κάποιοι άλλοι να αποχωρήσουν, ώστε η χώρα να ανταποκριθεί και στη σχετική δέσμευση της για την αποχώρηση
150.000 δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το 2015, ήδη δε ο θεσμός αυτός προβλεπόταν αναφορικά με τους δημοσίους υπαλλήλους στο άρθρο 101 ν. 3528/2007 (Κώδικας Δημοσίων Υπαλλήλων) και αναφορικά με τους δημοτικούς
υπαλλήλους στο άρθρο 103 ν. 3584/2007 (Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και
Κοινοτικών Υπαλλήλων). Πολύ περισσότερο μάλιστα καθώς έχει ήδη κριθεί (βλ. ΣτΕ 2934/1993 7μ„ 1722/1983 Ολομέλεια) ότι δεν κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να καταργεί οργανικές θέσεις ή να τροποποιεί τις αρμοδιότητες τους, καθώς επίσης να επεκτείνει ή να συμπτύσσει την βαθμολογική κλίμακα, εφόσον με τις ρυθμίσεις αυτές δεν παραβιάζεται ο κανόνας της οργανώσεως και στελεχώσεως της Διοικήσεως με μονίμους υπαλλήλους, οπότε σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφος 4 του Συντάγματος, σε περίπτωση καταργήσεως της κατεχόμενης από τον υπάλληλο θέσεως είτε μεμονωμένως είτε με την κατάργηση ολόκληρης της δημοσίας υπηρεσίας στην οποία ανήκει η θέση, μπορεί ο υπάλληλος να

απολυθεί ή να τοποθετηθεί σε άλλη υπηρεσία (βλ. ΣτΕ 466/1984, 1003/1977 Ολομέλεια). Οι εργαζόμενοι μάλιστα στο Δημόσιο και στους ΟΤΑ με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ως κατέχοντες οργανική θέση στο δημόσιο, ΝΠΔΔ και Δήμους αλλά με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου, βρίσκονται εκτός της προστατευτικής κανονιστικής εμβέλειας της συνταγματικής μονιμότητας του άρθρου 103 § 4 και 6 Σ (ΜΠρΞανθ 387/2013 και ΜΠρΑλεξ 298/2013 διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων δημ. σε Νόμος). Γι` αυτούς ειδικά δεν προβλεπόταν πριν από την εισαγωγή του ν. 4093/2012 ο θεσμός της διαθεσιμότητας, διότι ο προαναφερόμενος ν. 3584/2007 (Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων) στο άρθρο 3 αυτού δεν συμπεριελάμβανε στις διατάξεις του πρώτου μέρους, όπου περιέχεται το προαναφερόμενο άρθρο 103, το προσωπικό Ειδικών Θέσεων και το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ούτε τέλος και ο ν. 3801/2009 (Προσωπικό ιδιωτικού δικαίου ΟΤΑ), περιείχε σχετική ρύθμιση. Ωστόσο με την υποπαράγραφο Ζ.4. του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α` 222/12.11.2012) «Εγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής
Στρατηγικής 2013-2016» (όπως αντικαταστάθηκε από την από 19.11.2012 ΠΝΠ ΦΕΚ Α` 229/19.11.2012 και την από 04.12.2012 ΠΝΠ ΦΕΚ Α` 237/05.12.2012)
προβλέπεται ότι «1.1. Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι θέσεις στις υπηρεσίες ή στους φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο
εφαρμογής της υποπαραγράφου Ζ.1.1., οι οποίες απαριθμούνται στη συνέχεια κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα: Οι θέσεις της κατηγορίας ΔΕ των
ειδικοτήτων Διοικητικού, Διοικητικού - Λογιστικού, Διοικητικού - Οικονομικού και Διοικητικών Γραμματέων των υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
αορίστου χρόνου, οι οποίοι δεν έχουν προσληφθεί με διαγωνισμό ή με διαδικασία επιλογής σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια υπό τον
έλεγχο ανεξάρτητης αρχής ή με ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας και εφόσον ο αριθμός των
υπαλλήλων αυτών: αα) είναι ίσος ή μεγαλύτερος των δέκα (10) ανά υπηρεσία ή
φορέα και ββ) ανέρχεται σε ποσοστό μικρότερο του 25% του συνολικού αριθμού των υπαλλήλων όλων των εκπαιδευτικών κατηγοριών των ως άνω κλάδων και ειδικοτήτων και του 10% του συνόλου του τακτικού προσωπικού που υπηρετούν στην οικεία υπηρεσία ή φορέα. Στο συνολικό αριθμό των υπαλλήλων της υπηρεσίας ή του φορέα που λαμβάνεται ως μέγεθος αναφοράς υπολογίζονται οι μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι, δημόσιοι λειτουργοί και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ανεξαρτήτως εκπαιδευτικής βαθμίδας. 2. Οι υπάλληλοι των οποίων οι θέσεις καταργούνται τίθενται σε διαθεσιμότητα σύμφωνα με την υποπαράγραφο Ζ.2 του παρόντος. ... Η παρούσα διάταξη δεν καταλαμβάνει τους υπαλλήλους που υπάγονται στις περιπτώσεις η), θ), ι), ια) της παραγράφου 7 του άρθρου 33 του ν. 4024/2011 καθώς και εκείνους που υπάγονται στις περιπτώσεις αα), ββ), γγ), δδ) της περίπτωσης β) της παραγράφου 7 του άρθρου 37 του ν. 3986/2011 όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 34 του ν. 4024/2011, καθώς και τους υπαλλήλους των οποίων ο ή η σύζυγος τίθεται σε διαθεσιμότητα κατ` εφαρμογή του
παρόντος νόμου. Από την εφαρμογή της διάταξης αυτής εξαιρούνται οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης και φροντίδας, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, τα νοσοκομεία και η Γενική Γραμματεία Πολιτισμού του Υπουργείου Παιδείας και θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού». Σύμφωνα δε με την παράγραφο Ζ.2 του Ν. 4093/2012, «1. Μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού οι θέσεις των οποίων καταργούνται, τίθενται σε διαθεσιμότητα. Αν καταργούνται ορισμένες μόνο θέσεις του ίδιου κλάδου, οι υπάλληλοι που τίθενται σε διαθεσιμότητα προσδιορίζονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 154 παρ. 2 Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 158 παρ. 2 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων). Οι υπάλληλοι αυτοί μπορεί κατά την διάρκεια της διαθεσιμότητας τους: α) Να μετατάσσονται εκουσίως, σύμφωνα με τις κείμενες

διατάξεις (άρθρο 154 παρ. 4 Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 158 παρ. 4 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων), β) Να μετατάσσονται υποχρεωτικά ή να μεταφέρονται με μεταβολή της υπηρεσιακής τους σχέσης σε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου κατά τη διαδικασία της προηγούμενης υποπαραγράφου για το συμφέρον και τις ανάγκες της υπηρεσίας και ιδίως για την καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Με την έκδοση της πράξης μετάταξης ή μεταφοράς και μεταβολής της σχέσης εργασίας αίρεται αυτοδίκαια το καθεστώς της διαθεσιμότητας, γ) Να τοποθετούνται για την κάλυψη προσωρινών αναγκών σε οποιαδήποτε υπηρεσία του Δημοσίου,
Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. ή οποιουδήποτε φορέα του δημόσιου τομέα με τη διαδικασία του άρθρου 5 του ν. 4024/2011. Οι πράξεις προσωρινής τοποθέτησης της περίπτωσης αυτής εκδίδονται από τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Σε περίπτωση μη εμφάνισης του υπαλλήλου εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη της περίπτωσης 5 της προηγούμενης υποπαραγράφου, δ) Να υπάγονται σε ειδικά προγράμματα επαγγελματικής επανεκπαίδευσης ή επανακατάρτισης. 2. Η διαθεσιμότητα της προηγούμενης περίπτωσης διαρκεί οκτώ (8) μήνες όπως η περίπτωση 2 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 5 άρθρου 90 Ν.4172/2013, ΦΕΚ Α 167/23.7,2013, η οποία έχει εφαρμογή για τους τιθέμενους σε διαθεσιμότητα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και στον υπάλληλο καταβάλλονται τα τρία τέταρτα των αποδοχών του, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. 3. Οι ρυθμίσεις των περιπτώσεων 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως στους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καθώς και στους υπαλλήλους των φορέων της υποπαραγράφου Ζ.1.1.β, οι θέσεις των οποίων καταργούνται.

4. Η υπηρεσιακή σχέση των μόνιμων υπαλλήλων που βρίσκονται σε καθεστώς διαθεσιμότητας, καθώς και η σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των υπαλλήλων της περίπτωσης 3, εφόσον δεν μεταταχθούν ή μεταφερθούν, λύεται με τη λήξη του καθεστώτος της διαθεσιμότητας». Τέλος, κατά το άρθρο 5 της από 12.12.2012 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α` 240/12.12.2012), «για την εφαρμογή της υποπαρ. Ζ4 της παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ως πρόσληψη «με διαγωνισμό ή με διαδικασία επιλογής σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής ή με ειδικές
διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας» νοείται η πρόσληψη με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου
χρόνου, σε θέσεις κατηγορίας ΔΕ ειδικοτήτων Διοικητικού, Διοικητικού -
Λογιστικού, Διοικητικού - Οικονομικού και Διοικητικών Γραμματέων, η οποία: α) εφόσον έλαβε χώρα προ της εφαρμογής του ν. 2190/1994, έγινε μετά από δημόσια προκήρυξη και γραπτό διαγωνισμό και β) εφόσον έλαβε χώρα μετά την εφαρμογή του ν. 2190/1994, έγινε μετά από διαγωνιστική διαδικασία του ΑΣΕΠ, το οποίο και κατάρτισε τους οριστικούς πίνακες διοριστέων». Πλην όμως περί τούτου, ήτοι περί της ανωτέρω διαθεσιμότητας, λεκτέα τα ακόλουθα : Ο κοινός νομοθέτης, κατά την επιλογή του τρόπου ρυθμίσεως των θεμάτων που σχετίζονται με την κατάργηση οργανικών θέσεων, ακόμη και εργαζομένων με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, σε υπηρεσίες και φορείς του δημοσίου, πρέπει να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, δηλαδή να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των υπαλλήλων και να θεσπίζει κανόνες με αντικειμενικά κριτήρια (βλ. ΣτΕ 3226, 2597/2011, 2747/2010, 4237/2005 - πρβλ. ΣτΕ 2307, 2841/1988). Με την αρχή της ισότητας καθιερώνεται νομικός κανόνας, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και ο οποίος δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα, τόσο τον κοινό
νομοθέτη, κατά την ενάσκηση της λειτουργίας που αναθέτουν σ` αυτόν οι οικείες συνταγματικές διατάξεις, όσο και την Διοίκηση, όταν προβαίνει σε ρυθμίσεις ή λαμβάνει μέτρα που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας τους, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του Κράτους δικαίου και

η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός με ίσους όρους (ΣτΕ 1253/2003 Ολ.). Ο έλεγχος αυτός, είναι έλεγχος ορίων, και όχι των κατ` αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, (ΔΕφΑΘ 13/2012 Νόμος). Δημοσιονομικοί μάλιστα λόγοι μπορεί να αποτελέσουν κριτήριο των επιλογών του νομοθέτη για τον ανακαθορισμό των λειτουργιών του Κράτους και την διοικητική αναδιοργάνωση του, ωστόσο οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει να εισάγονται με τήρηση των συνταγματικών αρχών, σύμφωνα με τις οποίες επιβάλλεται να διασφαλίζονται η ορθολογική, αποτελεσματική και διαρκής λειτουργία της Διοικήσεως και η παροχή των υπηρεσιών που επιβάλλεται να εξασφαλίζονται για τους διοικούμενους στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου (ΟλΣτΕ 3354/2013 και 3355/2013). Περαιτέρω, ο νομοθέτης έχει από το Σύνταγμα ευρύτατη εξουσία οργάνωσης των δημοσίων υπηρεσιών, τόσο ως προς τη δομή τους (σύσταση και κατάργηση Υπουργείων, Γενικών ή Ειδικών Γραμματειών, Γενικών Διευθύνσεων, αυτοτελών υπηρεσιών κ.λ.π.), όσο και ως προς τη σύσταση, την κατάργηση θέσεων και τη βαθμολογική κλίμακα των δημοσίων υπαλλήλων που καταλαμβάνουν τις θέσεις αυτές (ΣτΕ 1715, 1722/1983 (Ολομ.), 2934/1993, 3045-46/1997). Ωστόσο, οι μεταβολές που επιχειρεί ο νομοθέτης στις δομές της δημόσιας διοίκησης πρέπει να είναι προϊόν εμπεριστατωμένης μελέτης βασιζόμενης στις αρχές της διοικητικής επιστήμης, ώστε να τεκμηριώνεται ότι οι νέες ρυθμίσεις είναι ορθολογικές, διαρκείς και αποτελεσματικές και όχι περιστασιακές και αποσπασματικές (Πρβλ. ΣτΕ 44/2000, 528/1999). Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), η επιλογή των εργαζομένων που τίθενται σε μια τέτοια κατάσταση διαθεσιμότητας δεν θα πρέπει να είναι ούτε αυθαίρετη ούτε επιλεκτική αλλά να γίνει με αντικειμενικά κριτήρια, υπηρεσιακά ή κοινωνικά, βάσει των ικανοτήτων, των προσόντων, της απόδοσης, της αρχαιότητας, της ηλικίας, της οικογενειακής και της οικονομικής κατάστασης των εργαζομένων. Τούτο εξάλλου υπαγορεύει και η αρχή της αξιοκρατίας (άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος) η οποία επιβάλλει η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις αλλά και η διατήρηση των θέσεων αυτών από τους υπαλλήλους που τις έχουν καταλάβει να γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων (ΣτΕ 2099/2000, 5094/1996, 3675/1996 κ.α.). Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε, με το ν. 4093/2012 (υποπαράγραφοι Ζ.2 και Ζ.4) προβλέφθηκε η αυτοδίκαιη κατάργηση, από την έναρξη ισχύος του, όλων των θέσεων, που κατέχουν υπάλληλοι που υπηρετούν με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ, των ΟΤΑ καθώς και
των ΝΠΙΔ του δημοσίου τομέα και ανήκουν στην κατηγορία ΔΕ ειδικότητας Διοικητικού, Διοικητικού - Λογιστικού, Διοικητικού - Οικονομικού, Διοικητικών Γραμματέων και η ταυτόχρονη θέση των εν λόγω υπαλλήλων σε διαθεσιμότητα, Οι υπάλληλοι που τίθενται σε διαθεσιμότητα προβλέπεται να υποστούν μείωση των αποδοχών τους και να λαμβάνουν το ποσό που αντιστοιχεί στα 75 % των αποδοχών τους, για διάστημα οκτώ, μετά το πέρας του οποίου (και εφόσον δεν μεταταχθούν ή μεταφερθούν) η υπαλληλική τους σχέση λύεται. Οι διατάξεις αυτές αντιστρατεύονται ευθέως τις προαναφερθείσες αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της αναλογικότητας και της εντεύθεν ορθολογικής διάρθρωσης των υπηρεσιών του Δημοσίου. Τούτο δε διότι i) με τις ανωτέρω διατάξεις η επιλογή των εργαζομένων που τίθενται σε μια τέτοια κατάσταση και επί πλέον η κατάργηση των παραπάνω οργανικών θέσεων δεν πραγματοποιείται στη βάση ολοκληρωμένης και εμπεριστατωμένης μελέτης αναδιάρθρωσης των δημοσίων υπηρεσιών (πρβλ. ΟλΣτΕ 3354/2013 και 3355/2013 αναφορικά με την προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα ν. 4024/2011), αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στο τυχαίο κριτήριο της κατάληψης θέσεων κατηγορίας ΔΕ των προαναφερόμενων ειδικοτήτων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συγκεκριμένες ανάγκες της καθεμίας υπηρεσίας ή φορέα. Θεωρείται δηλαδή εκ προοιμίου βέβαιο ότι οι υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής δεν χρειάζονται τις υπηρεσίες των υπαλλήλων αυτών των ειδικοτήτων, μολονότι δεν έχει συνταχθεί σχετικό οργανόγραμμα στη βάση των πραγματικών αναγκών τους

(βλ. ΜΠρΑθ 1759/2013, ΜΠρΜεσ 63/2013, ΜΠρΧιου 37/2013, ΜΠρΠατρ 494/2013) ϋ) Σύμφωνα με την υποπαράγραφο Ζ.4. του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α` 222/12.11.2012) «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (όπως αντικαταστάθηκε από την από 19.11.2012 ΠΝΠ ΦΕΚ Α` 229/19.11.2012 και την από 04.12.2012 ΠΝΠ ΦΕΚ Α` 237/05.12.2012)
προβλέπεται ότι «1.1. Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι θέσεις στις υπηρεσίες ή στους φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της υποπαραγράφου Ζ. 1.1, οι οποίες απαριθμούνται στη συνέχεια κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα: Οι θέσεις της κατηγορίας ΔΕ των ειδικοτήτων Διοικητικού, Διοικητικού - Λογιστικού, Διοικητικού - Οικονομικού και Διοικητικών Γραμματέων των υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίοι δεν έχουν προσληφθεί με διαγωνισμό ή με διαδικασία επιλογής σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια υπό τον
έλεγχο ανεξάρτητης αρχής ή με ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας, ενώ κατά το άρθρο 5 της
από 12.12.2012 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α` 240/12.12.2012), «για την εφαρμογή της
υποπαρ. Ζ4 της παρ. 2 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ως πρόσληψη «με διαγωνισμό ή με διαδικασία επιλογής σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής ή με ειδικές
διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας» νοείται η πρόσληψη με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σε θέσεις κατηγορίας ΔΕ ειδικοτήτων Διοικητικού, Διοικητικού - Λογιστικού, Διοικητικού -Οικονομικού και Διοικητικών Γραμματέων, η οποία: α) εφόσον έλαβε χώρα προ της εφαρμογής του ν. 2190/1994, έγινε μετά από δημόσια προκήρυξη και γραπτό διαγωνισμό και β) εφόσον έλαβε χώρα μετά την εφαρμογή του ν. 2190/1994, έγινε μετά από διαγωνιστική διαδικασία του ΑΣΕΠ, το οποίο και κατάρτισε τους οριστικούς πίνακες διοριστέων». Ως αποκλειστικοί λόγοι δηλαδή θέσης σε διαθεσιμότητα είναι ότι ο εργαζόμενος δεν έχει προσληφθεί με διαγωνισμό ή με διαδικασία επιλογής σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής ή με ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας, όπως η διάταξη αυτή ερμηνεύτηκε υπό το φως της προαναφερόμενης ΠΝΠ. Συνεπώς, το αν ο εργαζόμενος είχε προσληφθεί με την τήρηση διαδικασίας υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ ή άλλη αντίστοιχη διαδικασία επιλογής ή όχι, δεν μπορεί να αποτελεί το αποφασιστικό - πόσο μάλλον το μοναδικό - κριτήριο για την θέση του σε διαθεσιμότητα και τελικά για την απόλυση του, όταν μάλιστα δεν υπάρχει αμφιβολία για την νομιμότητα της προσλήψεως του, είναι μάλιστα προβληματικό από πλευράς λογικής να αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την επιλογή των τιθεμένων σε διαθεσιμότητα η διαδικασία που είχε ακολουθηθεί για την πρόσληψη τους και όχι η αναγκαιότητα των θέσεων εργασίας που καταλύονται και η απόδοση κάθε εργαζόμενου κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Ειδικότερα, η επιλογή των απολυτέων από τον νόμο με μοναδικό κριτήριο την διαδικασία που είχε ακολουθηθεί για την πρόσληψη τους προσβάλλει και την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Σ), αφού το κριτήριο διαφοροποιήσεως αυτό ουδόλως εύλογο και αντικειμενικό είναι (πρβλ. και ΑΠ 1154/1999, ΑΠ 1055/1999), καθώς ο θεσμός της διαθεσιμότητας του Ν. 4093/2012 εισάγει διάκριση σε βάρος πρώην εργαζομένων ορισμένου χρόνου, αφού, καταλαμβάνει τους εργαζόμενους, οι οποίοι δεν έχουν προσληφθεί με διαγωνισμό ή με διαδικασία επιλογής σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής ή με ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας, υπό το φως όμως της ερμηνείας, που δόθηκε στη διάταξη αυτή, αφού, όπως προαναφέρθηκε, κατά το άρθρο 5 της από
12.12.2012 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α` 240/12.12.2012), «για την εφαρμογή της υποπαρ. Ζ4 της παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ως πρόσληψη «με διαγωνισμό

ή με διαδικασία επιλογής σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής ή με ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας» νοείται η πρόσληψη με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σε θέσεις κατηγορίας ΔΕ ειδικοτήτων Διοικητικού, Διοικητικού - Λογιστικού, Διοικητικού - Οικονομικού και Διοικητικών Γραμματέων, η οποία: α) εφόσον έλαβε χώρα προ της εφαρμογής του ν. 2190/1994, έγινε μετά από δημόσια προκήρυξη και
γραπτό διαγωνισμό και β) εφόσον έλαβε χώρα μετά την εφαρμογή του ν. 2190/1994, έγινε μετά από διαγωνιστική διαδικασία του ΑΣΕΠ, το οποίο και κατάρτισε τους οριστικούς πίνακες διοριστέων».

Η ερμηνεία δηλαδή με την ανωτέρω ΠΝΠ της επίμαχης διατύπωσης του ν. 4093/2012, όσον αφορά τα κριτήρια, με βάση τα οποία ο εργαζόμενος τίθεται σε διαθεσιμότητα, διαπιστώνεται - χωρίς ο παρών δικαστικός έλεγχος να είναι έλεγχος των κατ` αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων αλλά έλεγχος ορίων - ότι εισάγει - χωρίς βέβαια να το αναφέρει ρητά - διάκριση σε βάρος των εργαζομένων, των οποίων οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αναγνωρίσθηκαν ως αορίστου χρόνου συμβάσεις, με την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 11 ΠΔ 164/2004, σε συμμόρφωση με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ (βλ. και ΟλΑΠ 18/2006, όπως επανειλημμένως εφαρμόστηκε), καθώς και όσους η εργασιακή τους σχέση έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου από τα Δικαστήρια, ότι είναι σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίες, παρόλο που είναι όχι λιγότερο αντικειμενικές και αξιοκρατικές διαδικασίες, εκ των προϋποθέσεων του νόμου, που τις αποκλείει, προκύπτει ότι, αποκλειόμενες, τίθενται ως αποκλειστικοί λόγοι θέσεως σε διαθεσιμότητα, ως γενεσιουργές αιτίες πρόσληψης και απασχόλησης, με αποτέλεσμα οι ανωτέρω νόμιμες διαδικασίες πρόσληψης και απασχόλησης, δηλαδή η εφαρμογή κείμενης νομοθεσίας (π.δ. 164/2004) και η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, κατά την επιταγή του νόμου να θεωρείται (υποπαρ. Ζ4 της παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 a contrario), ότι δεν αποτελούν ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας. Η μέθοδος αυτή αξιολόγησης, συνεπώς υπολαμβάνει ως κριτήριο αξιολόγησης και περαιτέρω μειονεξίας ενός εργαζομένου με ίδια σύμβαση έναντι ενός άλλου, χωρίς να τα κατονομάζει ευθέως αλλά να τα υπονοεί, αφού τα αφήνει εκτός της ερμηνείας α) το γεγονός ότι αυτός έχει προσληφθεί με μία, κατά το χρόνο ισχύος της, νόμιμη διαδικασία, προβλεπόμενη ρητά από μεταβατική διάταξη προεδρικού διατάγματος (άρθρο 11 π.δ. 164/2004), όπου και στα πλαίσια αυτής της μεταβατικής διάταξης, ο αξιοκρατικός έλεγχος γινόταν από το κατά τεκμήριο αρμόδιο όργανο, ήτοι το Α.Σ.Ε.Π. (βλ. άρθρο 11 παρ. 3 ανωτέρω π.δ. 164/2004), όπου αποτελεί επαλλήλως σχήμα οξύμωρο η ίδια ανεξάρτητη αρχή (Α.Σ.Ε.Π.) να θεωρείται κατά την προβληματική διατύπωση του ανωτέρω νόμου 4093/2012 σε άλλη
περίπτωση και εχέγγυο αξιοκρατίας, όταν τηρήθηκε διαγωνιστική διαδικασία, δηλαδή, με άλλα λόγια, στην περίπτωση αυτή, μία κατά το χρόνο ισχύος της
νόμιμη διαδικασία πρόσληψης, ισοδύναμη με κάθε άλλη, επίσης νόμιμη, ως
τέτοια, μετατρέπεται σε κριτήριο μειονεξίας, γεγονός το οποίο δεν συμβαδίζει με τις συνταγματικά καθιερωμένες αρχές όχι μόνο της ισότητας και της αξιοκρατίας αλλά και της νομιμότητας και του κράτους δικαίου και β) (Η μέθοδος αυτή υπολαμβάνει ως κριτήριο αξιολόγησης και περαιτέρω μειονεξίας ενός εργαζομένου με ίδια σύμβαση έναντι ενός άλλου ότι), ο εργαζόμενος έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου από τα ελληνικά Δικαστήρια ότι εργάζεται στους αναφερόμενους στην υποπαράγραφο Ζ.4. του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α` 222/12.11.2012) υπηρεσίες ή στους φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της υποπαραγράφου Ζ.1.1 με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (βλ. και ΟλΑΠ 18/2006 ως επανειλημμένως εφαρμόστηκε), ήτοι στην περίπτωση αυτή, ως αξιολογικό κριτήριο μειονεξίας, που επιτρέπεται να οδηγήσει σε διαθεσιμότητα (και απόλυση) έναν εργαζόμενο έναντι ενός άλλου

τίθεται - όχι ευθέως - η μη συμμόρφωση προς το άρθρο 95 παρ. 5 Σ, σύμφωνα με το οποίο «η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης» και όπου σε εκτέλεση της πρόβλεψης αυτής ήδη εκδόθηκε ο νόμος 3068/2002 (Συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις), ο οποίος (άρθρο 3 παρ. 3) προβλέπει και προσδιορίζει ένα χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον ενδιαφερόμενο, ως κύρωση για τη μη συμμόρφωση της διοίκησης προς τη δικαστική απόφαση. Συνεπώς και το αξιολογικό αυτό κριτήριο, δηλαδή η αναγνώριση της απασχόλησης με νόμιμη διαδικασία, ήτοι μετά προσφυγή του πολίτη στη Δικαιοσύνη, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις συνταγματικές αρχές, όχι μόνον της ισότητας και αξιοκρατίας αλλά και της νομιμότητας, του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης, όλα
δε τούτα πόσο μάλλον όταν είναι τα μοναδικά - κριτήρια για την θέση σε διαθεσιμότητα και τελικά για την απόλυση, όταν μάλιστα δεν υπάρχει αμφιβολία
για την νομιμότητα της προσλήψεως με βάση αυτά, είναι δε προβληματικό από
πλευράς λογικής να αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την επιλογή των τιθεμένων σε διαθεσιμότητα η διαδικασία που είχε ακολουθηθεί για την πρόσληψη τους και όχι η αναγκαιότητα των θέσεων εργασίας που καταλύονται
και η απόδοση κάθε εργαζόμενου κατά την εκτέλεση της εργασίας του ϋί) Από τις ανωτέρω εξάλλου διατάξεις προκύπτει ότι ο θεσμός της διαθεσιμότητας που θεσπίσθηκε με τον Ν. 4093/2012 εισάγει - όπως και η εργασιακή εφεδρεία των παρ. 3 επ. του άρθρου 34 του Ν. 4024/2011 που προηγήθηκε - ένα νέο sui generis είδος απόλυσης υπό προθεσμία, το οποίο εφαρμόζεται στον στενό και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα (έτσι για τον θεσμό της «εργασιακής εφεδρείας» οι ΜΠρΑΘ 4796/2012, ΕΕργΔ 2012, 749 επ., 757 και ΜΠρΑΘ 7112/2012, 1019 επ.
ΕΕργΔ 2012, 1009 εττ.). Για την θέση του εργαζομένου σε διαθεσιμότητα σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές λαμβάνονται υπόψη μόνο (α) η κατηγορία εκπαίδευσης και ειδικότητα του εργαζόμενου, (β) η διαδικασία που είχε
ακολουθηθεί για την πρόσληψη του, καθώς και (γ) η αναλογία του προσωπικού
που πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις για να τεθεί σε διαθεσιμότητα προς τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται στον ίδιο κλάδο και συνολικά στον ίδιο φορέα. Για να κριθεί το νομοθετικό μέτρο που λήφθηκε πρόσφορο, θα έπρεπε το κριτήριο επιλογής του προσωπικού να είναι κατάλληλο ώστε να εξασφαλισθεί ότι το προσωπικό που τίθεται σε διαθεσιμότητα πλεονάζει ή είναι ακατάλληλο για την εκτέλεση της εργασίας που αυτό παρέχει. Κάθε εχέφρων εργοδότης κατά την κοινή πείρα θα επέλεγε πρώτα να περικόψει τις θέσεις εργασίας που δεν είναι αναγκαίες για την επιχείρηση, καθώς κα! να απολύσει τους ολιγότερο αποτελεσματικούς και ολιγότερο συνεπείς στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, ώστε να μεγιστοποιήσει το όφελος του από την παρεχόμενη εργασία για την οποία καταβάλλει τον μισθό. Το κριτήριο όμως που επελέγη από τον νόμο με τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Ν.4093/2012 για την επιλογή των απολυτέων ουδόλως κατάλληλο είναι για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

Αντιθέτως, είναι προβληματικό από πλευράς λογικής να αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την επιλογή των τιθεμένων σε διαθεσιμότητα η διαδικασία που είχε ακολουθηθεί για την πρόσληψη τους και όχι η αναγκαιότητα των θέσεων εργασίας που καταλύονται και η απόδοση κάθε εργαζόμενου κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Ετσι, η πλήρης παράβλεψη κατά την επιλογή των απολυτέων της αναγκαιότητας ή μη των θέσεων εργασίας που περικόπτονται, καθώς και της συγκριτικής αξιολόγησης της απόδοσης των εργαζομένων, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον ορθό λόγο και την αρχή της οικονομικής αξιοποίησης των δημοσίων πόρων, αποτελώντας πρόδηλη σπατάλη, και ως εκ τούτου είναι απρόσφορη, αφού αντιστρατεύεται ευθέως τον σκοπό της ορθολογικότερης κατανομής του προσωπικού των φορέων του δημοσίου τομέα και της δημοσιονομικής εξυγίανσης, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι σκοποί αυτοί διώκονται από τον Ν.4093/2012 (ΜΠρΑΘ 1759/2013). Να σημειωθεί ότι

σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Ακυρωτικού, η απόλυση είναι καταχρηστική «όταν ο εργοδότης απολύει τον μισθωτό ύστερα από μακρόχρονη και επιτυχή υπηρεσία προκειμένου να προσλάβει (ή τοποθετήσει) στη θέση του άλλον, χωρίς, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, αποχρώντα λόγο, για τη συνδρομή του οποίου πάντως πρέπει να συνεκτιμώνται συγκριτικά τα προσόντα και οι οικογενειακές συνθήκες αυτού που πρόκειται να απολυθεί και εκείνου που πρόκειται να προσληφθεί. Η τυχόν δε υπεροχή του τελευταίου σε τυπικά μόνο προσόντα (όπως οι τίτλοι σπουδών) δεν αποκλείει a priori την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ έστω και αν η πρόσληψη του έγινε στα πλαίσια γενικότερης απόφασης του εργοδότη να ανανεώσει, προκειμένου να επιτύχει η διασφαλίσει την οικονομική άνοδο της επιχείρησης, το χωρίς πτυχίο ανώτατης Σχολής προσωπικό ορισμένων ή όλων των υπηρεσιών (τμημάτων) της επιχείρησης με πτυχιούχους υπαλλήλους» (πρβλ. και ΑΠ 1154/1999, ΑΠ 1055/1999) Η επιλογή του νομοθέτη να αγνοήσει ολωσδιόλου την απόδοση των εργαζομένων έρχεται επιπλέον σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της αξιοκρατίας, αφού τα κριτήρια και οι διαδικασίες που κατά το παρελθόν είχαν εφαρμοσθεί για την πρόσληψη του εργαζομένου είναι άσχετα με την αξιολόγηση του εργαζομένου, ο οποίος με την πάροδο του χρόνου αποκτά πολύτιμη εμπειρία και γνώσεις πάνω στο αντικείμενο της εργασίας του και σε κάθε περίπτωση δεν είναι πρόσφορα για να αποτελέσουν το μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 7 του Ν. 2112/20, £88, 361, 648, 652 ΑΚ προκύπτει ότι η επιχειρούμενη από τον εργοδότη μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του μισθωτού παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα να αξιώσει την επαναφορά της εργασιακής του απασχόλησης στην προηγουμένη κατάσταση (ΑΠ 1743/1991 ΕΕργΔ 51, 982, ΕφΑΘ 3618/1990 ΝοΒ 38, 1349).

Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή η πρώτη ενάγουσα εκθέτει ότι εργάζεται στο Δήμο Ξάνθης με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στον κλάδο ΔΕ διοικητικών και ότι από 13.11.2012 τέθηκε σε διαθεσιμότητα σύμφωνα με τις διατάξεις της υποπαραγράφου Ζ.4. του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Επικαλούμενη, για τους λόγους, που ειδικότερα εκθέτει στην αγωγή της, ότι η θέση της σε διαθεσιμότητα με συνέπεια τη μείωση των αποδοχών της, αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της, αφού επελέγη με τρόπο παράνομο και άκυρο, αντικείμενο στο Σύνταγμα και το κοινοτικό και διεθνές δίκαιο, επιπλέον δε και είναι καταχρηστική αφού ασκήθηκε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών καθώς και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος, αφού προηγουμένως, με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις της, παραιτήθηκε νόμιμα (ΚΠολΔ 223) του αιτήματος καταβολής ποσού 5.830,30 ευρώ, το οποίο με την αγωγή της ζητούσε να της επιδικασθεί ως μισθοί υπερημερίας, ζητεί με απόφαση, που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να αναγνωριστεί ότι η θέση της σε διαθεσιμότητα αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να την απασχολεί σύμφωνα με τους όρους της εργασιακής της σχέσης, δηλαδή να υποχρεωθεί να διατηρήσει τους αρχικούς όρους εργασίας της και να αποδέχεται την εργασία της στο μέλλον με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και στην ίδια θέση εργασίας με το ίδιο αντικείμενο απασχόλησης που είχε σε αυτόν μέχρι της 13.11.2012 και σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, που τη συνδέει με αυτόν, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να επαναφέρει τους όρους εργασίας της στην προηγούμενη κατάσταση, όπως αυτοί ίσχυαν μέχρι την 13.11.2012 και σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, που τη συνδέει με αυτόν, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της στο μέλλον με καθεστώς συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με απαγγελία κατ` αυτού χρηματικής ποινής 100 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσης του με το διατακτικό της εκδοθησομένης απόφασης, καθώς και να καταδικασθεί αυτός στα
δικαστικά του έξοδα. Η αγωγή αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί στο δικαστήριο αυτό (άρθρα 16 περ. 2, 25 παρ. 2 και 664 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία

των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διαφορές από συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου των εργαζομένων στα ν.π.δ.δ. είναι ιδιωτικές (ΑΠ 1359/1996, ΕΕργΔ 57.329), και ανήκουν στην κυριαρχική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων κατ` άρθρο 94 του ισχύοντος Συντάγματος (ΟλΑΠ 490/1982, ΝοΒ 1983.204). Περαιτέρω η αγωγή είναι
νόμιμη, στηριζόμενη στις προμνησθείες στη μείζονα πρόταση της παρούσας απόφασης νομικές διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 648, 652 παρ. 1, 656, 349, 351 ΑΚ, 1, 3, 7 του ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955,
907, 908 παρ. 1, 946 και 176 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσία.

Από όλα τα επικαλούμενα και νόμιμα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα (οι διάδικοι δεν επιμελήθηκαν της εξέτασης μαρτύρων) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά για την υπόθεση αυτή : Η πρώτη ενάγουσα προσελήφθη από τον εναγόμενο, Δήμο Ξάνθης, την 01.11.1999 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ως διοικητική υπάλληλος. Παρέχοντας αδιαλείπτως τις υπηρεσίες της στο ανωτέρω νομικό πρόσωπο, άσκησε την υπ`
αριθμ. 37/07.03.2005 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης κατ` αυτού. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 115/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, η οποία έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη και
αμετάκλητη και η οποία αναγνώρισε ότι η πρώτη ενάγουσα συνδέεται με τον
εναγόμενο από την 01.11.1999 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, υποχρέωσε δε αυτόν να αποδέχεται προσηκόντως τις ανωτέρω υπηρεσίες της. Στη συνέχεια μετά θετική γνωμοδότηση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της ΠΟΤΑ του Ν. Ξάνθης (15/01.07.2005), το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) με την υπ` αριθμ. 1207/2005 απόφαση του, αφού προέβη σε σχετικό έλεγχο, απεφάνθη ότι συντρέχουν στο πρόσωπο της οι νόμιμες προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στις διατάξεις του άρθρου 11 π.δ. 184/2004. Εν συνεχεία με την υπ` αριθμ. 24863/2006 Κ.Υ.Α. των Υφυπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 1241/2006) συστάθηκαν στον εναγόμενο Δήμο τρεις οργανικές θέσεις κλάδου ΔΕ διοικητικών με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και κατόπιν, με τη με αριθμό 1045/44235/2006 απόφαση του Δημάρχου Ξάνθης, αυτή κατατάχθηκε σε κενή οργανική θέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου κατηγορίας ΔΕ ειδικότητας διοικητικής υπαλλήλου και τοποθετήθηκε στο γραφείο διοίκησης, πρωτοκόλλου, διεκπεραίωσης και αρχείου του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών της Διεύθυνσης Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου Ξάνθης με μηνιαίες αποδοχές 1.110,53 ευρώ, όπως η πρώτη ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της, ως προς το ύψος των αποδοχών της και όπως αποδείχθηκε, αφού ο εναγόμενος δεν αμφισβήτησε ειδικότερα αυτό και ως εκ τούτου συνάγεται επ` αυτού ομολογία (ΚΠολΔ 261 εδ. β). Με την υπ` αριθμ. 1603/64608/2007 απόφαση του Δημάρχου Ξάνθης στη συνέχεια μετατέθηκε στη Διεύθυνση Δημοτικής Αστυνομίας, στο Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης. Ηδη σύμφωνα με τις διατάξεις, που αναφέρονται στη μείζονα πρόταση της παρούσας απόφασης, καταργήθηκαν αυτοδικαίως από τη δημοσίευση του ν. 4093/2012 και δη στις 12.11.2012 οι οργανικές, προσωρινές και προσωποπαγείς θέσεις των υπαλλήλων, που υπηρετούν στις υπηρεσίες ή στους φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της υποπαραγράφου Ζ. 1.1. του νόμου αυτού, ήτοι οι θέσεις της κατηγορίας ΔΕ των ειδικοτήτων Διοικητικού, Διοικητικού - Λογιστικού, Διοικητικού -Οικονομικού και Διοικητικών Γραμματέων των υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίοι δεν έχουν προσληφθεί με διαγωνισμό ή με διαδικασία επιλογής σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής ή με ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας και εφόσον ο αριθμός των υπαλλήλων αυτών: αα) είναι ίσος ή μεγαλύτερος των δέκα (10) ανά υπηρεσία ή φορέα και ββ) ανέρχεται σε ποσοστό μικρότερο του 25% του συνολικού αριθμού των υπαλλήλων όλων

των εκπαιδευτικών κατηγοριών των ως άνω κλάδων και ειδικοτήτων και του 10% του συνόλου του τακτικού προσωπικού που υπηρετούν στην οικεία υπηρεσία ή φορέα. Εν προκειμένω η εργασιακή σχέση της πρώτης ενάγουσας χαρακτηρίστηκε ως σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου δυνάμει αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, ως προαναφέρθηκε, και μετά έγκριση από το Α.Σ.Ε.Π., το οποίο έκρινε ότι συντρέχουν οι όροι του νόμου
(π.δ. 164/2004) για το χαρακτηρισμό αυτό, ωστόσο κατά τη διοίκηση θεωρήθηκε ότι καταλαμβάνεται από τις πιο πάνω διατάξεις, οπότε τέθηκε αυτοδικαίως σε
διαθεσιμότητα από 13.11.2012 με συνέπεια οι αποδοχές της να καταβάλλονται
μειωμένες και όχι πλήρεις και ειδικότερα σε ποσοστό 75% επί των προαναφερομένων. Ήδη δε μετά αίτηση της με την υπ` αριθμ. 100/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να αποδέχεται προσωρινά μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης τις υπηρεσίες της με τους αυτούς όρους πριν τεθεί σε διαθεσιμότητα, δυνάμει δε της υπ` αριθμ. 55521/26.09.2013 απόφασης του
εναγομένου Δήμου Ξάνθης, σε συμμόρφωση της ανωτέρω απόφασης και μετά τις διατάξεις του ν. 4172/2013 περί κατάργησης Δημοτικής Αστυνομίας, η πρώτη
ενάγουσα τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου
Ξάνθης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα τέθηκε σε διαθεσιμότητα με κριτήρια αξιολόγησης ότι η εργασιακή σχέση της χαρακτηρίστηκε ως σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου δυνάμει αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και μετά έγκριση από το Α.Σ.Ε.Π., το οποίο έκρινε ότι συντρέχουν οι όροι του νόμου (π.δ. 164/2004) για το χαρακτηρισμό αυτό, ήτοι κατά τους ορισμούς του ν. 4093/2012 χωρίς διαγωνισμό ή με διαδικασία επιλογής σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής ή με ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας, ήτοι με πρόσληψη με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σε θέσεις κατηγορίας ΔΕ ειδικοτήτων Διοικητικού, Διοικητικού - Λογιστικού, Διοικητικού -Οικονομικού και Διοικητικών Γραμματέων, η οποία, καθώς έλαβε χώρα μετά την εφαρμογή του ν. 2190/1994, δεν έγινε μετά από διαγωνιστική διαδικασία του ΑΣΕΠ, το οποίο και να κατάρτισε τους οριστικούς πίνακες διοριστέων. Όπως όμως αναλυτικά εκτέθηκε στη μείζονα πρόταση της παρούσας απόφασης τα κριτήρια αυτά αξιολόγησης παραβιάζουν τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας,
της αξιοκρατίας και της αναλογικότητας, της νομιμότητας, της χρηστής διοίκησης και του κράτους δικαίου, καθώς, αναφορικά με την πρώτη ενάγουσα, αυτή προσελήφθη και απασχολείται δυνάμει τόσο αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, όσο και με έγκριση από το Α.Σ.Ε.Π.. Η μέθοδος αυτή αξιολόγησης, συνεπώς υπολαμβάνει ως αποκλειστικό κριτήριο αξιολόγησης και περαιτέρω μειονεξίας ενός εργαζομένου με ίδια σύμβαση έναντι ενός άλλου, χωρίς να τα κατονομάζει ευθέως αλλά να τα υπονοεί, αφού τα αφήνει εκτός της ερμηνείας α) το γεγονός ότι αυτός έχει προσληφθεί με μία, κατά το χρόνο ισχύος της, νόμιμη διαδικασία, προβλεπόμενη ρητά από μεταβατική διάταξη προεδρικού διατάγματος (άρθρο 11 π.δ. 164/2004), όπου και στα πλαίσια αυτής της μεταβατικής διάταξης, ο αξιοκρατικός έλεγχος γινόταν από το κατά τεκμήριο αρμόδιο όργανο, ήτοι το Α.Σ.Ε.Π. (βλ. άρθρο 11 παρ. 3 ανωτέρω π.δ. 164/2004), όπου αποτελεί επαλλήλως σχήμα οξύμωρο η ίδια ανεξάρτητη αρχή (Α.Σ.Ε.Π.) να θεωρείται κατά την προβληματική διατύπωση του ανωτέρω νόμου 4093/2012 σε άλλη
περίπτωση και εχέγγυο αξιοκρατίας, όταν τηρήθηκε διαγωνιστική διαδικασία, δηλαδή, με άλλα λόγια, στην περίπτωση αυτή, μία κατά το χρόνο ισχύος της νόμιμη διαδικασία πρόσληψης, ισοδύναμη με κάθε άλλη, επίσης νόμιμη, ως τέτοια, μετατρέπεται σε κριτήριο μειονεξίας, γεγονός το οποίο δεν συμβαδίζει με τις συνταγματικά καθιερωμένες αρχές όχι μόνο της ισότητας και της αξιοκρατίας αλλά και της νομιμότητας και του κράτους δικαίου και β) (Η μέθοδος αυτή υπολαμβάνει ως κριτήριο αξιολόγησης και περαιτέρω μειονεξίας ενός εργαζομένου με ίδια σύμβαση έναντι ενός άλλου ότι), ο εργαζόμενος έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου από τα ελληνικά Δικαστήρια ότι εργάζεται στους

αναφερόμενους στην υποπαράγραφο Ζ.4. του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α` 222/12.11.2012) υπηρεσίες ή στους φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της υποπαραγράφου Ζ. 1.1 με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (βλ. και ΟλΑΠ 18/2006 ως επανειλημμένως εφαρμόστηκε), ήτοι στην περίπτωση αυτή, ως αξιολογικό κριτήριο μειονεξίας, που επιτρέπεται να οδηγήσει σε διαθεσιμότητα (και απόλυση) έναν εργαζόμενο έναντι ενός άλλου τίθεται - όχι ευθέως - η μη συμμόρφωση προς το άρθρο 95 παρ. 5 Σ, σύμφωνα με το οποίο «η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει.. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης» και όπου σε εκτέλεση της πρόβλεψης αυτής ήδη εκδόθηκε ο νόμος 3068/2002 (Συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις), ο οποίος (άρθρο 3 παρ. 3) προβλέπει και προσδιορίζει ένα χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον ενδιαφερόμενο, ως κύρωση για τη μη συμμόρφωση της διοίκησης προς τη δικαστική απόφαση. Συνεπώς και το αξιολογικό αυτό κριτήριο θέσεως σε διαθεσιμότητα, δηλαδή η αναγνώριση της απασχόλησης με νόμιμη διαδικασία, ήτοι μετά προσφυγή του πολίτη στη Δικαιοσύνη, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις συνταγματικές αρχές, όχι μόνον της ισότητας και αξιοκρατίας αλλά και της νομιμότητας, του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης, όλα δε τούτα πόσο μάλλον όταν είναι τα μοναδικά - κριτήρια για την θέση σε διαθεσιμότητα και τελικά για την απόλυση, όταν
μάλιστα δεν υπάρχει αμφιβολία για την νομιμότητα της προσλήψεως με βάση αυτά, είναι δε προβληματικό από πλευράς λογικής να αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την επιλογή των τιθεμένων σε διαθεσιμότητα η διαδικασία που είχε ακολουθηθεί για την πρόσληψη τους και όχι η αναγκαιότητα των θέσεων εργασίας που καταλύονται και η απόδοση κάθε εργαζόμενου κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Συνεπώς αποδείχθηκε ότι η επιχειρηθείσα από τον εργοδότη διαθεσιμότητα της πρώτης ενάγουσας, με την οποία καταβάλλονται σε αυτήν οι αποδοχές της μειωμένες κατά ποσοστό 25%, συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της και παρέχει σε αυτήν το δικαίωμα να αξιώσει την επαναφορά της εργασιακής της απασχόλησης στην προηγουμένη κατάσταση. Μετά ταύτα, αφού θεωρηθεί ότι δεν ασκήθηκε η αγωγή ως προς τους 2η, 3η, 4η, 5η, δη, 7°, 8°, 9°, 10° και 11° των εναγόντων, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς την πρώτη ενάγουσα, να αναγνωρισθεί ότι η αυτοδίκαιη θέση σε διαθεσιμότητα της πρώτης ενάγουσας από 13.11.2012 από τον εναγόμενο αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας της, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται την προσφερόμενη από την πρώτη ενάγουσα εργασία κατά τους όρους πριν τις 13.11.2012 και ήδη στη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου Ξάνθης μετά τις διατάξεις του ν. 4172/2013 περί κατάργησης Δημοτικής Αστυνομίας, καταδικαζόμενος σε χρηματική ποινή εκατό (100) ευρώ για την κάθε ημέρα άρνησης του, από την επίδοση της παρούσας απόφασης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, κατά την καταψηφιστική της διάταξη, διότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι γι` αυτό, εφόσον στην αντίθετη περίπτωση θα υλοποιηθεί σε βάρος της πρώτης ενάγουσας η βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοστέων στην προκείμενη περίπτωση κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΘΕΩΡΕΙ ότι δεν ασκήθηκε η αγωγή ως προς τους 2η, 3η, 4η, 5η, 6η, 7°, 8°, 9°, 10° και 11° των εναγόντων

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.


ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η αυτοδίκαιη θέση σε διαθεσιμότητα της πρώτης ενάγουσας από 13.11.2012 από τον εναγόμενο αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας της.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να αποδέχεται την προσφερόμενη από την πρώτη ενάγουσα εργασία στο μέλλον με καθεστώς συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης κατά τους ίδιους όρους με αυτούς πριν από τις 13.11.2012 και ήδη στη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου Ξάνθης, καταδικαζόμενο σε χρηματική ποινή εκατό (100) ευρώ για την κάθε ημέρα άρνησης του, από την επίδοση της παρούσας απόφασης.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά την αμέσως παραπάνω καταψηφιστική της διάταξη.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στην Ξάνθη στις 9 Ιανουαρίου 2014.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Ρ.Κ.

Πηγή: dimosnet, nomos 

Παρατήρηση: Υπενθυμίζουμε ότι ο τρόπος πρόσληψης αποτέλεσε κριτήριο (και μάλιστα μοριοδοτούμενο) για τη θέση σε διαθεσιμότητα και βάσει του ν. 4172/2013...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου